φίσκα — η, Ν 1. (άκλ. μονοκατάληκτο επίθ.) εντελώς γεμάτος, πλήρης («η πλατεία ήταν φίσκα») 2. επίρρ. εντελώς, πλήρως («μού γέμισε φίσκα το ποτήρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φύσκα / φύσκη «φουσκάλα, στομάχι ή παχύ έντερο, λουκάνικο»] … Dictionary of Greek
κάργα — (I) επίρρ. 1. πλήρως, ξεχειλιστά, ώς απάνω, ώς τα χείλια, ξέχειλα, φίσκα («όλα τα ποτήρια είναι κάργα γεμάτα») 2. σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό («το θέατρο κάθε βράδυ είναι κάργα») 3. έντονα, με όλη τη δύναμη 4. πολύ σφιχτά («τού έδεσαν τα χέρια… … Dictionary of Greek
τίγκα — και τρίγκα Ν επίρρ. (για δοχείο ή για χώρο) πλήρως, ξέχειλα, φίσκα (α. «τό γέμισε τίγκα το μπουκάλι» β. «το σπίτι ήταν τίγκα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πίθ. < ιταλ. diga «επίχωμα»] … Dictionary of Greek
κάργα — (λ. ενετ.), επίρρ. 1. έως επάνω, φίσκα, ξέχειλα: Η αίθουσα ήταν κάργα γιομάτη. 2. σφιχτά, με ένταση, τεζαριστά: Του έδεσε τα χέρια κάργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τίγκα — (λ. ιταλ.), επίρρ. ποσ., ίσαμε επάνω, φίσκα: Το βαρέλι είναι γεμάτο τίγκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)