φίσκα

φίσκα
άκλ., επίθ. ή επίρρ., χωρίς διάκριση γένους, υπερπλήρης, πολύ γεμάτος, ως εκεί που να μη χωρεί άλλο, ως επάνω, ως τα χείλη, κάργα, ξέχειλα: Οι κερκίδες του γηπέδου ήταν φίσκα από φιλάθλους. – Του γέμισες φίσκα το ποτήρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φίσκα — η, Ν 1. (άκλ. μονοκατάληκτο επίθ.) εντελώς γεμάτος, πλήρης («η πλατεία ήταν φίσκα») 2. επίρρ. εντελώς, πλήρως («μού γέμισε φίσκα το ποτήρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φύσκα / φύσκη «φουσκάλα, στομάχι ή παχύ έντερο, λουκάνικο»] …   Dictionary of Greek

  • κάργα — (I) επίρρ. 1. πλήρως, ξεχειλιστά, ώς απάνω, ώς τα χείλια, ξέχειλα, φίσκα («όλα τα ποτήρια είναι κάργα γεμάτα») 2. σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό («το θέατρο κάθε βράδυ είναι κάργα») 3. έντονα, με όλη τη δύναμη 4. πολύ σφιχτά («τού έδεσαν τα χέρια… …   Dictionary of Greek

  • τίγκα — και τρίγκα Ν επίρρ. (για δοχείο ή για χώρο) πλήρως, ξέχειλα, φίσκα (α. «τό γέμισε τίγκα το μπουκάλι» β. «το σπίτι ήταν τίγκα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πίθ. < ιταλ. diga «επίχωμα»] …   Dictionary of Greek

  • κάργα — (λ. ενετ.), επίρρ. 1. έως επάνω, φίσκα, ξέχειλα: Η αίθουσα ήταν κάργα γιομάτη. 2. σφιχτά, με ένταση, τεζαριστά: Του έδεσε τα χέρια κάργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τίγκα — (λ. ιταλ.), επίρρ. ποσ., ίσαμε επάνω, φίσκα: Το βαρέλι είναι γεμάτο τίγκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”